- νίς
- I
(Nice). Πόλη της Γαλλίας, πιο γνωστή με την ελληνική ονομασία της, Νίκαια (βλ. λ.).II(Nish). Πόλη (174.000 κάτ. το 2003) της Σερβίας. Βρίσκεται στην κεντρική Σερβία, στον ποταμό Νισάβα, παραπόταμο του Μοράβα. Είναι οχυρωμένη πόλη και σπουδαίο στρατηγικό σημείο, στη διασταύρωση των κεντρικότερων και σημαντικότερων συγκοινωνιών των Βαλκανίων. Η Ν. είναι σπουδαιότατο εμπορικό κέντρο και η δεύτερη εμπορική πόλη της Γιουγκοσλαβίας, με αναπτυγμένη υφαντουργία, ταπητουργία και βυρσοδεψία. Παράγονται επίσης πολλά κρασιά, γιατί η περιοχή έχει μεγάλες εκτάσεις με αμπέλια.Ιστορία. Η Ν. είναι η αρχαία Ναϊσσός, που είχε ιδρυθεί στους ρωμαϊκούς χρόνους και επί Διοκλητιανού έγινε η πρωτεύουσα της επαρχίας της Δαρδανίας. Ερείπια της ρωμαϊκής πόλης σώζονται έως σήμερα, Β του ποταμού Νισάβα και Α της σημερινής Ν. Στα βυζαντινά χρόνια υπήρξε μία από τις πιο οχυρές πόλεις της αυτοκρατορίας. Σε αυτήν γεννήθηκε το 274 ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος, πολλές φορές, χρησιμοποίησε την πόλη ως έδρα του και μάλιστα είχε ενδιαφερθεί πολύ για την ανάπτυξή της. Το 447 την κατέστρεψε ο Αττίλας αλλά ανοικοδομήθηκε επί Ιουστινιανού με την ονομασία Ναϊσσόπολις. Τον 7o αι. την κατέλαβαν οι Βούλγαροι, από τους οποίους την πήραν οι Σέρβοι το 12o αι. Το 1375, την κατέλαβαν για πρώτη φορά οι Τούρκοι και, το 1443, για μικρό χρονικό διάστημα οι Ούγγροι με τον Ουνυάδη, αλλά το 1690 οι Τούρκοι ξαναγύρισαν. Το 1809 οι Σέρβοι, με αρχηγό τον Στέφανο Σίντζελιτς, προσπάθησαν να πάρουν πίσω την πόλη αλλά αποκρούστηκαν και είχαν μεγάλες απώλειες. Με τα κρανία μάλιστα των σκοτωμένων Σέρβων, οι Τούρκοι έκαναν τρόπαιο στον δρόμο που πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη, σε ανάμνηση της νίκης τους και το ονόμασαν Κελέ-κουλα (Πύργος των κρανίων). Το 1878, οι Σέρβοι επωφελήθηκαν από τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και κατέλαβαν και πάλι την πόλη. Στις αρχές του A’ Παγκοσμίου πόλεμου η Ν. ήταν η προσωρινή έδρα της σερβικής Κυβέρνησης, αλλά το 1915, οι Σέρβοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, εξαιτίας της προέλασης των Αυστρογερμανών και των Βουλγάρων. Την ξαναπήραν το 1918, με τη βοήθεια της 3ης ελληνικής μεραρχίας, που συμπολεμούσε με τους Σέρβους.* * *ὀνίς, ἡ (Α) [όνος]κόπρος όνου.
Dictionary of Greek. 2013.